ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ

Η chic Αθήνα επιστρέφει στα γαλλικά σαλόνια

Ο γνωστός μπον βιβάν δημοσιογράφος Πιερ Γκροπό έμεινε στη «Μεγάλη Βρεταννία», απόλαυσε τον καφέ του στο «Zonars» αλλά και τα γκράφιτι, επισκέφθηκε τη Στέγη και το «Σταύρος Νιάρχος» και αποθέωσε την παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου,  για να επιστρέψει στο Παρίσι και να εξυμνήσει την Αθήνα 

Είναι όντως σπάνιο δημοσιογράφοι να επισκέπτονται τη χώρα μας όχι για να καταγράψουν τα άσχημα της κρίσης, τις επιπτώσεις, την κακή οργάνωση και τη διαφθορά ,αλλά για να ανακαλύψουν μια άλλη πτυχή, πιο δημιουργική και πιο λαμπερή, από εκείνη που προβάλλουν οι αρνητικοί τίτλοι των διεθνών Μέσων: αυτή που υπάρχει από παλιά, χάρη στα μεγάλα τζάκια, αλλά και αυτή που προσπαθεί να ανιχνεύσει το καινούριο κόντρα στα σημεία των καιρών.

Αφήνοντας για λίγο πίσω του τους λαμπερούς του φίλους, αυτούς της διασημότητας και του χώρου της μόδας, ο Γάλλος δημοσιογράφος Πιερ Γκροπό έρχεται στη χώρα μας και ετοιμάζει ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στο τρέχον τεύχος του «Vanity Fair» αποκλειστικά αφιερωμένο στην Αθήνα και στις χάρες της – αλλά και τις χαρές της. Ο ίδιος διατηρεί στενούς δεσμούς με την Ελλάδα που μετρούν χρόνια, από τότε που ως συντάκτης της «Vogue» είχε οργανώσει εκείνο το αλησμόνητο, επίσης καλοκαιρινό αφιέρωμα στην «Μπλε Ελλάδα», το 2011, με κορυφαία μοντέλα να ποζάρουν σε γραφικά σοκάκια του Αιγαίου.


Εντυπωσιασμένος έμεινε και από το κοσμηματοπωλείο «Zolotas», το ίδιο μαγαζί απ’ όπου «συνήθιζαν να αγοράζουν τα δώρα τους ο Αλέξανδρος Ωνάσης, η Λιζ Τέιλορ, ακόμα και η Ρόμι Σνάιντερ

Τώρα δείχνει να αφήνει για λίγο πίσω τις κυκλαδίτικες ομορφιές της Ελλάδας και πηγαίνοντας κόντρα στο κλίμα του greek summer, αποθεώνει την Αθήνα. Δεδομένου ότι πρόκειται για έναν δημοσιογράφο διάσημο στους προβεβλημένους κύκλους του lifestyle και της μόδας, καθώς το όνομά του δεν λείπει από την πρώτη γραμμή των επιδείξεων, αλλά ούτε και από τα κλειστά πάρτυ, η θετική προβολή του γνώστη των ελληνικών δεδομένων δημοσιογράφου του «Vanity Fair» θεωρείται παραπάνω από σημαντική.

Δείχνοντας αποκλειστικά τη θετική πλευρά της Αθήνας, φροντίζει να την προβάλλει με κάθε τρόπο όχι μόνο μέσα από τα κείμενά του, αλλά και από τις φωτογραφίες που ανεβάζει στο Instagram. Οσο για τους Ελληνες φίλους του, αυτοί αναλαμβάνουν κάθε φορά να του δείξουν μια διαφορετική όψη από αυτή που έχουν στο μυαλό τους οι τουρίστες και οι προκατειλημμένοι δημοσιογράφοι.

Είναι μάλιστα ο φίλος του Χρύσανθος Πανάς αυτός που ανέλαβε να τον ξεναγήσει σε μια άλλη Αθήνα, αυτή που παραμένει κρυμμένη και κρυφή από τα ξένα μίντια -ενδεχομένως και από τα μάτια της τρόικας- και ξέρει να ζει και να δημιουργεί την καλή ζωή. Ετσι, ο Γάλλος δημοσιογράφος, ο οποίος πήρε μια μεγάλη μεταγραφή τον περασμένο Σεπτέμβρη από τη γαλλική «Vogue» στο γαλλικό «Vanity Fair», έζησε την άλλη πλευρά μιας φαντασμαγορικής και λαμπερής πόλης: έμεινε στο επιβλητικό «Grande Bretagne», γεύτηκε το διάσημο στους καλούς κύκλους brunch του «New Hotel», αλλά και τα περίφημα πιάτα του Σωτήρη Κοντιζά στο «Nolan», απόλαυσε τον καφέ του στο «Zonars», περπάτησε στην εναλλακτική πόλη των δημιουργικών καλλιτεχνών, χάρηκε τα πολιτιστικά κέντρα της Στέγης και του «Σταύρος Νιάρχος», αποθέωσε την παράσταση «Ο Μεγάλος Δαμαστής» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, έφαγε στη «Χύτρα» και απόλαυσε τα διεθνούς φήμης πλέον προϊόντα της Apivita, την οποία επικαλείται ως παράδειγμα επιτυχημένης ελληνικής επιχείρησης στο εξωτερικό.


Εντυπωσιασμένος από την ελληνική street art, και ιδιαίτερα από τον περίφημο «Λουκάνικο», αλλά και τα εναλλακτικά καφέ και wine bar ο Γκροπό ανέλαβε να «ξεπλύνει» την Αθήνα από τη ρετσινιά των μπουζουκιών ως μόνου μέσου διασκέδασης

Επιπλέον, γνώρισε από κοντά τα πρόσωπα που κρατάνε τα σκήπτρα στη φινετσάτη, πολιτισμένη, όμορφη Αθήνα, όπως τον διευθύνοντα σύμβουλο και καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου «Zolotas» -που πλέον έχει και υποκατάστημα στην καρδιά του Παρισιού- Γιώργο Παπαλέξη, ενώ φρόντισε να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει με τον πολιτισμό στην Αθήνα ανταλλάσσοντας απόψεις με τη διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου.

Με θέα τον Λυκαβηττό

«Περασμένα μεσάνυχτα. Από την κορυφή του λόφου, η πόλη απλώνει τις χρυσές λεωφόρους της ως τις άκρες της θάλασσας. Οι τελευταίοι πελάτες αφήνουν πίσω τους το εστιατόριο με την πανοραμική θέα, ενώ τα ζευγάρια ανταλλάσσουν παθιασμένα φιλιά κάτω από τις πικροδάφνες.

Στο άδειο πάρκινγκ, κάποιοι νέοι κοντράρονται κάνοντας σούζες με τα μηχανάκια τους, σηκώνοντας τόση σκόνη ώστε να μην μπορεί κανείς να διακρίνει ούτε τους ίδιους ούτε τις πινακίδες τους. Σκηνή από τον “Επαναστάτη χωρίς Αιτία”; Οχι! Απλώς καλώς ήρθατε στον Λυκαβηττό, τον λόφο όπου μαζεύεται η νεολαία της Αθήνας για να καταγράψει το δικό της πρελούδιο στη νυχτερινή Αθήνα ανάμεσα σε μυρωδιές από λουλούδια και από “μαύρο”, προτού ξεχυθεί στους δρόμους, προς την περιοχή του Κεραμεικού ή στο πολυσύχναστο Γκάζι. Ή ακόμα και προς τα μπουζούκια, αυτές τις μεγάλες αίθουσες όπου απογειώνεται το πανηγύρι -δηλαδή το κέφι- μέχρι τις 4 η ώρα το πρωί».

Με αυτό τον παραστατικό τρόπο ο Γάλλος δημοσιογράφος δίνει μια πλήρη εικόνα της Αθήνας από ψηλά επιμένοντας στα πιο γοητευτικά χαρακτηριστικά της – ειδικά τη νύχτα. Αρκεί να δει κανείς τις ολοζώντανες φωτογραφίες που συνοδεύουν το πολυσέλιδο αφιέρωμα στο «Vanity Fair», με αποκορύφωμα αυτή της φωταγωγημένης Αθήνας, τραβηγμένη από τον αγαπημένο του δημοσιογράφου Λυκαβηττό, για να καταλάβει τι σημαίνει αυτή απόλυτη διαφήμιση της ελληνικής πρωτεύουσας στα μάτια των Γάλλων.

Με ιδιαίτερη φροντίδα ο Πιερ Γκροπό σπεύδει μάλιστα να αναιρέσει τα κλισέ που συντηρούν οι ξένοι για τους Ελληνες, προσπερνώντας με ευκολία τη δημοφιλή υπόθεση «μπουζούκια» και δίνοντας έμφαση στο δημιουργικό κομμάτι μιας χώρας που ακόμα ονειρεύεται και ανοίγει δρόμους στο εξωτερικό. Μαγεύεται από την ιστορία της παλιάς Αθήνας, όπως αυτή του «Zonars», όπου σύχναζαν «η Σοφία Λόρεν, ο Αντονι Κουίν, ακόμα και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «του οποίου τους τοίχους στολίζουν έργα του Γουόρχολ και του Takis».

Εκεί συναντά όχι μόνο τους αδελφούς Πανά που είναι υπεύθυνοι για το καφέ, αλλά και τον κατεξοχήν ξεναγό του στην άλλη πλευρά της πόλης, τον γαλλοτραφή Γιώργο Παπαλέξη. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο διευθύνων σύμβουλος του «Zolotas» φαίνεται να έχει μεγάλη επαγγελματική πείρα και ικανότητα στο να μεταμορφώνει ένα κατάστημα σε αφορμή για μία ακόμα ιστορία. Αλλά μάλλον δεν χρειάζεται και μεγάλη προσπάθεια αφού, όπως ομολογεί και ο ίδιος ο συντάκτης, είναι το μαγαζί το οποίο προτιμά η προσωπική του φίλη -και μέλος της παρέας, τη λέξη τη γράφει μάλιστα στα ελληνικά- Κίρστεν Ντανστ. Είναι το ίδιο μαγαζί από όπου «συνήθιζαν να αγοράζουν τα δώρα τους ο Αλέξανδρος Ωνάσης, η Λιζ Τέιλορ ακόμα και η Ρόμι Σνάιντερ. Τα κοσμήματα του “Zolotas” έχουν τιμήσει διάσημοι αστέρες όπως η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά και η Αλίκη Βουγιουκλάκη», επισημαίνει χαρακτηριστικά και είναι απορίας άξιο που ο συντάκτης συγκαταλέγει την τελευταία στον κύκλο των διάσημων ονομάτων στη Γαλλία.

Αστέρες, όμως, στη δική του λογική δεν νοούνται μόνο οι ηθοποιοί. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, επίσης, επικαλείται τον διεθνώς αναγνωρισμένο Δημήτρη Παπαϊωάννου αλλά και τον Σωτήρη Κοντιζά στον τομέα της γεύσης, ο οποίος, παρότι έχει περάσει από τις κουζίνες σπουδαίων εστιατορίων στη Μεγάλη Βρετανία, προτίμησε να μείνει στα άδυτα του «Nolan» ταΐζοντας τους Αθηναίους. Επίσης, συνομιλεί με την Αφροδίτη Παναγιωτάκου, την οποία φέρνει ως παράδειγμα πολύγλωσσης από τον χώρο του Πολιτισμού -«σωσία της Wonder Woman με τακούνια, μελαχρινή και με άψογη εμφάνιση»- και του κάνει εντύπωση που, αντί για το Λονδίνο, όπου είχε διαμείνει, είχε σπουδάσει και εργαστεί η Παναγιωτάκου προτίμησε για μόνιμη κατοικία της την Αθήνα. Παραθέτει τη μικρή συνομιλία που έχει μαζί της: «Φτάνοντας στην Ελλάδα προφανώς έθεσα κι εγώ ανάλογα ερωτήματα στον εαυτό μου», ομολογεί στον δημοσιογράφο η υπεύθυνη Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση.

«Αλλά δεν ήθελα πια να φύγω. Η κρίση εδώ δεν είναι πια ένα τυχαίο γεγονός, αλλά μια διαμορφωμένη κατάσταση. Η Αθήνα έχει καταστεί μια πόλη σε κίνηση που μεταμορφώνεται και αλλάζει. Γι’ αυτό και καταφτάνουν εδώ κάθε λογής: νέους καλλιτέχνες που αποφασίζουν να εγκατασταθούν στην Αθήνα, μετανάστες, πρόσφυγες. Είναι πολύπλοκο και παράλληλα συναρπαστικό να υποδέχεται κανείς τόσο ενδιαφέροντες και ενδιαφερόμενους νέους».

Ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να παραλείψει το εντυπωσιακό κτίριο του «Σταύρος Νιάρχος» με την υπογραφή του αρχιτέκτονα Ρέντσο Πιάνο, που καταλαμβάνει μια τεράστια έκταση δίπλα στη θάλασσα. «Το Πολιτιστικό Κέντρο “Σταύρος Νιάρχος” που φιλοξενεί στη νότια πλευρά της πόλης τη Βιβλιοθήκη και την Εθνική Λυρική Σκηνή ήταν μια προσφορά του Ιδρύματος προς το ελληνικό κράτος: ένα δώρο πολλών εκατομμυρίων ευρώ, όπου ο Μπαράκ Ομπάμα αποφάσισε να απευθύνει τον τελευταίο του προεδρικό λόγο μακριά από τα αμερικανικά εδάφη». Σε διεθνές επίπεδο έλαβε χώρα και η πρόσφατη εικαστική έκθεση documenta 14, την οποία επίσης αναφέρει ο απόλυτα ενημερωμένος και ως προς τα πολιτιστικά Πιερ Γκροπό ως το σπουδαίο γεγονός για την πόλη, αλλά και πέρα από τα σύνορα.


Μέσα από τις επισκέψεις στο Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» (αριστερά), και τη Στέγη αλλά και τη συνάντηση με τη «Wonder Woman με τακούνια», Αφροδίτη Παναγιωτάκου, ο Γάλλος δημοσιογράφος ανατρέπει τα κλισέ για τα μπουζούκια που συντηρούν οι ξένοι και δίνει έμφαση στη δημιουργική Αθήνα.

Μια πόλη που δεν κοιμάται, αλλά την ίδια στιγμή δείχνει να τιμάει τον πολιτισμό -ο δημοσιογράφος εντυπωσιάζεται ακόμα και από τη φωνή της Δημήτρας Γαλάνη την οποία φροντίζει να γνωρίσει από κοντά!-ενώ επιπλέον ξέρει τι σημαίνει δημιουργία και επανάσταση στους δρόμους. Η street art της Αθήνας έχει την τιμητική της στις διάφορες αναφορές του Γκροπό και εντύπωση του κάνει τόσο το έργο με τα τεράστια χέρια που καλύπτει τον τοίχο μιας ολόκληρης πολυκατοικίας, όσο και αυτό του «Λουκάνικου», του σκύλου που συμμετείχε στις περισσότερες διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας.

Οπως γράφει και στο μότο του, «Παρά την κρίση και τις συμπλοκές η ελληνική πρωτεύουσα είναι σήμερα πιο ζωντανή από ποτέ. Ανάμεσα σε διάφορα φεστιβάλ, στη street art, στην επιστροφή στις παραδοσιακές νόρμες, σε νέα εστιατόρια και μπαρ, οι Ελληνες (ξαν)ανακαλύπτουν τον εαυτό τους». Εναν εαυτό πιο σίγουρο που δεν υποτιμά πλέον καθόλου τις απολαύσεις, αλλά με την ουσιαστική ματιά της παλιάς Αθήνας, εκείνης της ντελικάτης και βγαλμένης από τα βιβλία με μια αύρα νοσταλγίας και μια αίσθηση σιγουριάς για το καινούριο που θα έρθει.

Οπως οι ηθοποιοί ενός θιάσου που όσο θυμούνται τα λόγια τους κουβαλούν παντού μαζί τους τις παλιές εικόνες, τα αρχαία κτίρια, τις ατάκες από τους τραγικούς ποιητές, τους μαγεμένους τόπους, έτσι και οι Αθηναίοι δείχνουν να φέρουν μαζί τους και να προστατεύουν σαν την πιο πολύτιμη περιουσία τους ό,τι κατάφερε και μάζεψε η ψυχή τους. Αυτός είναι και ο πολύτιμος πλούτος τους – αυτόν που αναφέρεται στο μυαλό και την καρδιά προσπαθεί να προβάλλει με κάθε τρόπο και ο Πιερ Γκροπό. Και ευτυχώς τα καταφέρνει με το παραπάνω.

Πηγή: protothema.gr

Σχολιάστε