Μακρύς φαντάζει ο δρόμος για την ουσιαστική διεύρυνση της τουριστικης σεζόν, παρά τις προσπάθειες του υπουργείου Τουρισμου για επέκταση της σε 365 μέρες το χρόνο, όπως αποδεικνύει η νέα ετήσια μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων «Oι εξελίξεις στα βασικά μεγέθη της ελληνικής ξενοδοχίας».
Όπως επιβεβαιώνει η μελέτη, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά κατά την 7η Γενική Συνέλευση του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, στο πλαίσιο της HORECA 2018, η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού παραμένει υψηλή με το 70% των αφίξεων και το 80% των διανυκτερεύσεων στα τουριστικά καταλύματα να αφορούν το 4μηνο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου, τόσο για την προηγούμενη χρόνια όσο και για το 2016.
Επιπλέον, η έλλειψη δυνατότητας για αναβάθμιση υπηρεσιών φαίνεται ότι επηρεάζει καταλυτικά τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τη μελέτη το 86% των μονάδων που άνοιξαν εντάχθηκαν στις 3 υψηλότερες κατηγορίες ξενοδοχείων (91% σε όρους δωματίων). Ενώ από τις μονάδες που διέκοψαν τη λειτουργία τους, το 70% περίπου προερχόταν από τις 2 χαμηλότερες κατηγορίες (54% σε όρους δωματίων). Να σημειωθεί ότι την περίοδο 2012-2017 άνοιξαν 498 νέα ξενοδοχεία συνολικής δυναμικότητας 17.153 δωματίων, αλλά διέκοψαν τη λειτουργία τους 427 μονάδες συνολικής δυναμικότητας 11.715 δωματίων.
Ωστόσο, οι παράγοντες που οδηγούν στο κλείσιμο των ξενοδοχείων πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο στην οικονομική κρίση, αλλά και στην υπέρμετρη φορολόγηση του τουριστικού κλάδου, την αλματώδη ανάπτυξη της παραξενοδοχίας και την αδυναμία πρόσβασης σε τραπεζική χρηματοδότηση. Η πίεση δε γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν πρόκειται για ξενοδοχεία που βασίζονται στον εσωτερικό τουρισμό, τα οποία δεν είναι λίγα στην περίπτωση της χώρας μας αν σκεφτεί κανείς πως το 85% των διανυκτερεύσεων στα ξενοδοχεία αφορά σε αλλοδαπούς επισκέπτες.
Παρότι μάλιστα το 2017 καταγράφηκε ποσοστιαία άνοδος κατά 11,3% στο μέσο έσοδο ανά δωμάτιο με βάση την κατηγορία του ξενοδοχείου σε σχέση με το 2016, η ονομαστική αύξηση αυτή δεν συνοδεύεται και από αύξηση στο αντίστοιχο καθαρό έσοδο, καθώς το ξενοδοχειακό προϊόν επιβαρύνεται υπέρμετρα από άμεση και έμμεση φορολογία.
Παράλληλα η μελέτη καταγράφει κι έναν κλάδο δύο ταχυτήτων στον ελληνικό τουρισμό, ο οποίος μάλιστα απεικονίζεται σε όλες τις τουριστικές μεταβλητές, καθώς 5 περιφέρειες (Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Ιόνια Νησιά) συγκεντρώνουν πάνω από το 85% των τουριστικών ροών στη χώρα. Όσον αφορά στο ξενοδοχειακό δυναμικό, στις πέντε αυτές περιφέρειες (Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Ιόνια Νησιά) συγκεντρώνεται το 78% του ξενοδοχειακού δυναμικού σε όρους δωματίων. «Για να μπορέσουν συνεπώς τα ξενοδοχεία να παραμένουν ανταγωνιστικά, υποχρεώνονται να συγκρατούν τις τιμές τους», αναφέρει η έρευνα του ΙΤΕΠ.
Σύμφωνα με τη μελέτη αναδεικνύεται συνεπώς ένα σημαντικό πρόβλημα για τη βιωσιμότητα και το μέλλον του ελληνικού τουρισμού: Είναι άμεση προτεραιότητα η αναβάθμιση και προώθηση των περιοχών που υστερούν τουριστικά, ώστε να αμβλυνθούν οι ανισότητες και να αναδειχτούν σε νέους τουριστικούς προορισμούς που θα αποτελέσουν πόλο έλξης νέων τουριστικών ρευμάτων με θετικές επιδράσεις στις τοπικές οικονομίες.