ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ - ΑΚΤΟΠΛΟΪΑ - ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Ποιός ευθύνεται για τις καθυστερήσεις των πτήσεων;

Μπαλάκι οι ευθύνες ανάμεσα στους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας και την ΥΠΑ, με την ταλαιπωρία των επιβατών να φτάνει έως και τις 2,5 ώρες ανά πτήση.

Οι καθυστερήσεις στις αφίξεις των πτήσεων στα ελληνικά αεροδρόμια είναι εντυπωσιακές – μόνο στο αεροδρόμιο της Αθήνας ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο μέσα στον Ιούλιο, φτάνοντας σωρευτικά τα 8.391 λεπτά ή αλλιώς τις 140 ώρες!

Τα στατιστικά στοιχεία στο ημερήσιο δελτίο των καθυστερήσεων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαχείριση και την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας στην Ευρώπη (Eurocontrol), στην καρδιά της υψηλής σεζόν, αποκαλύπτουν ότι η Ελλάδα έχει εκτεταμένη παρουσία στην καθυστέρηση διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας  τόσο για το αεροδρόμιο της Αθήνας όσο και για τα αεροδρόμια στους πλέον δημοφιλείς νησιωτικούς προορισμούς, δοκιμάζοντας τις αντοχές των επισκεπτών της στην ευαίσθητη καλοκαιρινή περίοδο που διανύουμε και με τον έντονο τουριστικό ανταγωνισμό από τις γειτονικές χώρες. Οι καθυστερήσεις πτήσεων σε ελληνικά αεροδρόμια την υψηλή σεζόν είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο και, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία, κάθε χρόνο εντείνεται, με την κατάσταση ειδικά τη φετινή σεζόν να έχει φτάσει στο μη περαιτέρω. Και αυτό συμβαίνει σε μια χώρα όπου η μεγάλη πλειονότητα των τουριστών, ή αλλιώς ποσοστό κοντά στο 66%, έρχεται αεροπορικώς, επομένως η πρώτη και τελευταία εικόνα της εμπειρίας τους έρχεται μέσα από τα αεροδρόμια.

Το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας, το «Ελευθέριος Βενιζέλος», συνεχίζει το σερί της ανόδου που ξεκίνησε από το β’ εξάμηνο του 2013. Είναι γεγονός ότι πρωταγωνιστεί ανάμεσα στα αεροδρόμια των ευρωπαϊκών πρωτευουσών ως προς την αύξηση της αεροπορικής κίνησης, ωστόσο κατέχει την πρωτιά και σε καθυστερήσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ελληνικό τουρισμό. Αντίστοιχα ακολουθούν και τα αεροδρόμια των πιο δημοφιλών νησιωτικών προορισμών (Μύκονος, Σαντορίνη, Ηράκλειο, Χανιά κ.ά.). Αρκεί μια ματιά στο ημερήσιο δελτίο καθυστερήσεων του Eurocontrol την περίοδο από τις 17 έως τις 24 Ιουλίου για τα πειστήρια:

Την Τετάρτη 17 Ιουλίου οι καθυστερήσεις στις αφίξεις των πτήσεων στο αεροδρόμιο της Αθήνας έφτασαν συνολικά τα 4.895 λεπτά. Την ίδια ημέρα στο αεροδρόμιο της Μυκόνου τα συνολικά λεπτά καθυστερήσεων ήταν 1.428, με την καθυστέρηση στις 19.30 να φτάνει κατ’ ανώτατο όριο τα 98 λεπτά. Για την Πέμπτη 18 Ιουλίου το αεροδρόμιο της Αθήνας, όπως αναφέρεται στο δελτίο του Eurocontrol, παρουσιάζει μεγάλη αύξηση της κίνησης κατά 10% σε σχέση με την αντίστοιχη μέρα πέρυσι, ωστόσο οι καθυστερήσεις εξαιτίας των συνεχιζόμενων περιορισμών που τίθενται από τον διαχειριστή της εναέριας κυκλοφορίας (Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας – ΥΠΑ) λόγω έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού έφτασαν συνολικά τα 3.413 λεπτά για το διάστημα από τις 11.00 έως τις 00.20. Στα ελληνικά νησιά, την ίδια ημέρα, οι αντίστοιχες καθυστερήσεις συνολικά ήταν για το αεροδρόμιο της Μυκόνου στα 954 λεπτά, των Χανίων στα 502 λεπτά, της Σαντορίνης στα 375 λεπτά, του Ηρακλείου στα 355 λεπτά, της Ζακύνθου στα 314 λεπτά, της Ρόδου στα 240 λεπτά και της Κεφαλονιάς στα 83 λεπτά.

Τα ελληνικά αεροδρόμια, λοιπόν, έχουν περίοπτη θέση όσον αφορά τις καθυστερήσεις πανευρωπαϊκά. Κι αν η αύξηση της αεροπορικής κίνησης τα τελευταία χρόνια και ο συνωστισμός στους αιθέρες υπήρξαν από τους βασικούς λόγους για τις καθυστερήσεις των πτήσεων σε όλη την Ευρώπη, όπως άλλωστε και ο αστάθμητος παράγοντας των καιρικών συνθηκών, στην Ελλάδα, «εκεί όπου πονάνε οι αερομεταφορές είναι στις ελλείψεις όσον αφορά τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, σε γερασμένο εξοπλισμό και στον γενικότερο σχεδιασμό  από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας», επισημαίνουν στο «business stories» κορυφαίοι παράγοντες του κλάδου.

Μία ακόμη αιτία καθυστέρησης σε αυτή την αλυσίδα σχετίζεται με την εποχικότητα και την αύξηση της ζήτησης, καθώς ειδικά το καλοκαίρι οι εταιρείες αξιοποιούν το σύνολο της δυναμικότητας του στόλου τους και πιέζουν με τη σειρά τους τις αντοχές του συστήματος. Η εν λόγω πρακτική ισχύει περισσότερο για τις μικρότερες αεροπορικές που διαθέτουν μικρότερο στόλο ή αυτές που πραγματοποιούν πτήσεις τσάρτερ και με τον μικρότερο αριθμό αεροσκαφών επιδιώκουν να μεγιστοποιούν την εκμετάλλευση. Διαφορετική πολιτική ακολουθούν οι μεγαλύτερες εταιρείες (μεταξύ αυτών και ο μεγαλύτερος εγχώριος αερομεταφορέας, η Aegean), oι οποίες λαμβάνουν οι ίδιες μέριμνα υποαξιοποιώντας τον στόλο τους ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στην αδυναμία διαχείρισης του αυξημένου όγκου πτήσεων από την εναέρια κυκλοφορία (standby αεροσκάφη), δεδομένου ότι όταν στο προγραμματισμένο πλάνο πτήσεων ενός αεροσκάφους επέλθει κάποια καθυστέρηση αυτή μεταφέρεται και στις επόμενες πτήσεις. Αυτός είναι ο λόγος που αξιοποιούνται τα standby αεροπλάνα, ώστε να αποσβέσουν τις χρονικές καθυστερήσεις προηγούμενων πτήσεων.

Ωστόσο, δυστυχώς, το μέγεθος των καθυστερήσεων στην Ελλάδα που οφείλονται στην αδυναμία διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί ακόμη και με τον αυτοπεριορισμό στην αξιοποίηση του στόλου μιας εταιρείας.

«Το μεγαλύτερο ζήτημα έχει να κάνει με τις ελλείψεις σε ελεγκτές, που είτε λόγω συνταξιοδότησης είτε λόγω κατάθεσης της ειδικότητάς τους και μη χρησιμοποίησής τους στον ενεργό έλεγχο και ταυτόχρονα της μη αναπλήρωσής τους, έχουν γίνει παραπάνω από εμφανείς τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της συνεχιζόμενης ανόδου της αεροπορικής κίνησης στη χώρα, η οποία, πάντως, δεν έγινε ξαφνικά. Ηταν απολύτως προβλέψιμη, δεδομένης της ανόδου του τουρισμού, ως αποτέλεσμα και των ζητημάτων ασφάλειας που αντιμετώπισαν άλλοι τουριστικοί προορισμοί της Μεσογείου, όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος και η Τυνησία. Ολοι γνωρίζουν ότι οι αεροπορικές προσαρμόζουν τα δρομολόγιά τους κάθε χρόνο ανάλογα με τη ζήτηση και η Ελλάδα, τουριστικά, έχει βρεθεί πολύ ψηλά τα τελευταία χρόνια».

Και πράγματι, αρκεί να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΥΠΑ, η αεροπορική κίνηση στα ελληνικά αεροδρόμια έχει αυξηθεί από τα 44,6 εκατομμύρια επιβάτες εσωτερικού και εξωτερικού το 2014 στα  63,7 εκατομμύρια το 2018, ενώ και το α’ εξάμηνο του 2019 το αντίστοιχο νούμερο ξεπέρασε τα 25,5 εκατομμύρια παρουσιάζοντας αύξηση 5,3% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018 (24,2 εκατομμύρια επιβάτες).

Σχολιάστε