Αν τις προηγούμενες σεζόν ο βασικός στόχος των επιχειρηματιών και φορέων του τουρισμού ήταν η αύξηση της ζήτησης από τις βασικές αγορές του εξωτερικού και η άνοδος του αριθμού των ξένων επισκεπτών, το στοίχημα για τη φετινή περίοδο –που και τυπικά έχει ανοίξει για την πλειονότητα των δημοφιλών προορισμών– είναι διαφορετικό.
Βασική επιδίωξη όσων παρακολουθούν τις εξελίξεις στον κλάδο είναι η τόνωση των εσόδων σε συνδυασμό με την ποιοτική “αναβάθμιση” του τουριστικού ρεύματος, η προσέλκυση δηλαδή επισκεπτών που όχι μόνο θα μείνουν για μεγαλύτερο διάστημα στη χώρα, αλλά και θα ξοδέψουν περισσότερο. Ο φετινός προσανατολισμός της αγοράς μπορεί να ακούγεται εύκολος, στην πραγματικότητα, εντούτοις, τα πράγματα δεν είναι απλά, όπως επισημαίνουν στελέχη του χώρου.
Τη χρονιά που πέρασε, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τουριστικές εισπράξεις ήταν υψηλότερες κατά 1,4 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 14,6 δισ. και καταγράφοντας άνοδο 10,5% σε σύγκριση με το 2016 (όταν τα έσοδα παρουσίασαν πτώση 6,4% σε σχέση με το 2015, φτάνοντας τα 13,2 δισ. ευρώ, ενώ η μέση δαπάνη ανά ταξίδι είχε συρρικνωθεί κατά 11,3%), πάνω από τις αρχικές εκτιμήσεις των επιχειρηματιών του χώρου (ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων που εκπροσωπεί τον τουριστικό κλάδο είχε θέσει ως στόχο για την περσινή χρονιά τα 14,2 δισ. ευρώ). Εξίσου ανοδικά, στο σύνολο του 2017, κινήθηκαν και οι αφίξεις τουριστών, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 9,7%, στα 30 εκατ., συμπεριλαμβανομένων των επισκεπτών κρουαζιέρας.
Και μπορεί τα έσοδα που μπήκαν πέρσι στο “καλάθι” του τουρισμού να ήταν υψηλότερα από το αναμενόμενο, για τη φετινή περίοδο δεν τέθηκε στόχος από το ΣΕΤΕ –τουλάχιστον επισήμως–, ούτε για τις εισπράξεις ούτε για τις αφίξεις. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου, Γιάννη Ρέτσο, οι προσπάθειες πλέον εστιάζονται στη βελτίωση της “ποιότητας” του εισερχόμενου τουρισμού και κυρίως στην αύξηση της μέσης κατανάλωσης ανά ταξίδι. Ανεπισήμως, φορείς της αγοράς περιμένουν περίπου 2 εκατ. περισσότερους τουρίστες σε σχέση με το 2017… μια εκτίμηση που στηρίζεται στον προγραμματισμό των αεροπορικών εταιρειών και στις θέσεις που έχουν εξασφαλίσει για τους ελληνικούς προορισμούς.
Τα στοιχεία του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων για τις κρατήσεις από τις αεροπορικές δείχνουν άνοδο 21% για το σύνολο των περιφερειακών αεροδρομίων από τις 17 πιο μεγάλες για την Ελλάδα αγορές ξένων τουριστών, ποσοστό που μεταφράζεται σε 3,558 εκατ. περισσότερες προγραμματισμένες θέσεις σε σύγκριση με πέρσι την ίδια περίοδο (μέχρι τέλος Ιανουαρίου). Όπως αναφέρει το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ, αξιοσημείωτες είναι οι αυξήσεις στα περιφερειακά αεροδρόμια από τις αγορές της Γερμανίας (+45% ή 1,3 εκατ.), του Ηνωμένου Βασιλείου (+20% ή 670.000), της Πολωνίας (+52% ή 448.000), της Αυστρίας (+60% ή 222.000), της Ιταλίας (+14% ή 169.000), της Ολλανδίας (+13% ή 124.00) και της Σουηδίας (+20% ή 123.000). Αντίθετα, μείωση καταγράφεται από τη Ρωσία (-12% ή -160.0009). Συνολικά, οι προγραμματισμένες θέσεις φτάνουν τα 20,2 εκατ. (από την ανάλυση εξαιρείται το αεροδρόμιο της Αθήνας). Το επόμενο βήμα είναι και τα ποσοστά πληρότητας να κυμανθούν εξίσου υψηλά, αφού αφενός ο προγραμματισμός αλλάζει διαρκώς καθώς εξελίσσεται η σεζόν, αφετέρου οι αφίξεις υπολείπονται του αριθμού θέσεων, αναλόγως της πληρότητας των αεροπλάνων.
Γλυκόπικρη η πρώτη γεύση
Αν και το πρώτο δίμηνο της χρονιάς, για το οποίο έχει γίνει γνωστός ο όγκος των αφίξεων, δεν είναι ενδεικτικό για την εξέλιξη της σεζόν, εντούτοις δίνει μια πρώτη γεύση για την τουριστική περίοδο. Όλα δείχνουν πως η ζήτηση θα συνεχίσει την πορεία της προς τα πάνω, αλλά η μεγάλη “μάχη” θα δοθεί για ακόμα μία φορά στα έσοδα.
Τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με το τελευταίο στατιστικό δελτίο του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ, στα κυριότερα αεροδρόμια καταγράφηκε αύξηση των διεθνών αφίξεων κατά 24,9% (+20,6% από την αρχή του έτους). Αύξηση παρατηρήθηκε τόσο στην Αθήνα (+33,3%) όσο και στα περιφερειακά αεροδρόμια (+8,2%), ενώ από την αρχή του έτους οι αντίστοιχες αυξήσεις στις αφίξεις είναι +27,2% και +6,2% αντίστοιχα. Οι διεθνείς οδικές αφίξεις συνέχισαν την ανάκαμψή τους, με αύξηση +17,1% (+18,5% από την αρχή του έτους). Αν και οι αυξημένες αφίξεις αποτυπώνονται στην Έρευνα Συνόρων της ΤτΕ, με την εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση του Ιανουαρίου αυξημένη κατά 16,0% σε σχέση με τον Ιανουάριο 2017, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνισαν μείωση 3%.
Βελτιωμένος ήταν και ο Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης σε όλες τις αγορές του ελληνικού τουρισμού, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι, και στην πλειονότητά τους κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα από τον αντίστοιχο δείκτη του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Δεδομένου ότι η καταναλωτική εμπιστοσύνη αποτελεί σημαντική παράμετρο για την πραγματοποίηση ταξιδιών αναψυχής, το στοιχείο αυτό δείχνει προοπτικές διατήρησης της ισχυρής ζήτησης για το ελληνικό τουριστικό προϊόν.
Η Ελλάδα “παίζει δυνατά” στα πακέτα
Τα πρώτα μηνύματα που έρχονται από τους tour operators είναι ενθαρρυντικά. Σύμφωνα με την TUI, τον μεγαλύτερο tour operator στην Ευρώπη, η Ελλάδα, μαζί με την Ισπανία και την Τουρκία, πρωταγωνιστούν στις κρατήσεις. Όπως αναφέρει ο γερμανικός όμιλος, η ζήτηση είναι αυξημένη για την Κρήτη και τη Ρόδο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο πως η διοίκηση του ομίλου μελετά την κατασκευή 10 νέων ξενοδοχείων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται η κατασκευή της νέας ξενοδοχειακής μονάδας Robinson Club στην Κρήτη.
Οι κρατήσεις από τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, που αποτελούν τις δύο βασικότερες “δεξαμενές” τουριστών για τους ελληνικούς προορισμούς, όπως αναφέρουν παράγοντες του χώρου, θα κινηθούν σε θετικούς ρυθμούς. Και ο έτερος μεγάλος παίκτης στην τουριστική αγορά, ο tour operator Thomas Cook, σημειώνει πως οι κρατήσεις για την Ελλάδα είναι ισχυρές. Το καλοκαίρι θα ανοίξει το νέο ξενοδοχείο Pearl Beach στο Μαρμάρι της Κω (η μονάδα θα λειτουργήσει υπό το σήμα Sunprime της θυγατρικής Ving) και θα είναι το τρίτο κατά σειρά sunprime στην Ελλάδα μετά την Κρήτη και τη Ρόδο. Ο tour operator έχει επίσης ανοίξει δύο Casa Cook σε Ρόδο και Κω και προγραμματίζει ακόμα ένα στα Χανιά.
Το ερωτηματικό της κρουαζιέρας
Οι προβλέψεις για την παρούσα χρονιά είναι μοιρασμένες. Οι προσεγγίσεις κρουαζιερόπλοιων θα είναι σε καλύτερο επίπεδο σε σχέση με πέρσι, εντούτοις για τα έσοδα ο προβληματισμός παραμένει, με τις σημαντικές ελλείψεις των ελληνικών λιμανιών στο κομμάτι των υποδομών (για την προσέγγιση, για παράδειγμα, κρουαζιερόπλοιων μεγαλύτερου μεγέθους), σε συνδυασμό με την αδυναμία τους να καταστούν λιμάνια αναχώρησης (home porting), να αποτελούν τις δύο βασικές αιτίες που η Ελλάδα μένει πίσω σε σχέση με τα υπόλοιπα λιμάνια της Μεσογείου.
Μέχρι και τον Σεπτέμβριο, οπότε υπάρχει η τελευταία ενημέρωση από την Τράπεζα της Ελλάδος, είχαν καταγραφεί 2.685 αφίξεις κρουαζιερόπλοιων (Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2016: 3.400 αφίξεις), με 3.761 χιλ. επισκέψεις επιβατών, έναντι 4.181 χιλ. επισκέψεων επιβατών την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Σύμφωνα, επίσης, με τα στοιχεία της Ένωσης Λιμένων Ελλάδος, πέρσι η πτώση στις αφίξεις κρουαζιερόπλοιων έφτασε το 20,5% (από 4.307 το 2016 σε 3.415 το 2017). Στο 11% ήταν οι απώλειες στους επιβάτες κρουαζιέρας (από 5.204.231 το 2016 σε 4.625.363 το 2017). Η μείωση ήταν αισθητή και στους έξι βασικούς προορισμούς κρουαζιέρας: Πειραιά, Μύκονο, Κέρκυρα, Σαντορίνη, Κατάκολο και Ρόδο.
Η μάχη των επενδύσεων
Την ίδια στιγμή, τουλάχιστον 6,5 δισ. επενδύσεις, τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από τον δημόσιο τομέα, στην κατεύθυνση κυρίως της ανάπτυξης τουριστικών υποδομών, θα απαιτηθούν στην αγορά μέσα στα επόμενα χρόνια, προκειμένου και να αυξηθεί ο αριθμός των ξένων τουριστών, ειδικά όσων ανήκουν σε υψηλό εισοδηματικό επίπεδο, αλλά και τα έσοδα, που είναι και το ζητούμενο για τους επιχειρηματίες του κλάδου.
Σύμφωνα με τον “οδικό χάρτη” που έχει καταρτίσει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων με ορίζοντα το 2021, χρειάζονται 1,3 δισ. επενδύσεις από τον δημόσιο και 5,2 δισ. από τον ιδιωτικό χώρο, ώστε οι αφίξεις να αγγίξουν τα 35 εκατ. και οι εισπράξεις, αντίστοιχα, να προσεγγίσουν τα 19,5 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ (άμεση και έμμεση) αναμένεται να ξεπεράσει το 2021 τα 43 δισ. ευρώ και η απασχόληση τις 1 εκατ. θέσεις εργασίας. Στόχος των φορέων του τουρισμού είναι να ανέβουν τα έσοδα κυρίως από το προϊόν “Sun& Beach” (ήλιος και θάλασσα) και από τον πολιτιστικό-θρησκευτικό τουρισμό, λόγω της υψηλής μέσης δαπάνης ανά ταξίδι.
Παρά την υψηλή επενδυτική δραστηριότητα που καταγράφεται στην ελληνική ξενοδοχειακή αγορά τα τελευταία δύο χρόνια, η χώρα μας υπολείπεται έναντι του ανταγωνισμού –και κυρίως της Ισπανίας και της Τουρκίας– σε νέες κλίνες υψηλού επιπέδου. Αυτό, όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς, τελικά ωθεί έναν σημαντικό αριθμό τουριστών σε άλλους προορισμούς, συχνά πολύ πιο ανταγωνιστικούς σε ό,τι αφορά τις υποδομές τους, καθώς tour operator και πρακτορεία εξασφαλίζουν διαμονή σε πεντάστερα ή έστω τετράστερα ξενοδοχεία. Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες ξενοδόχων σε δημοφιλείς προορισμούς (Κρήτη, Κως, Ρόδος), οι πληρότητες σε all inclusive resorts για την καλοκαιρινή περίοδο ξεπερνούν το 80%.
Στην… κόψη ο ανταγωνισμός
Την ίδια ώρα, όμως, η ανάκαμψη που δείχνει η Τουρκία και η Αίγυπτος, αλλά και ο αυξημένος ανταγωνισμός από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κροατία, κάνουν τους επιχειρηματίες του κλάδου να μιλούν για μια απαιτητική σεζόν. Οι προορισμοί της Ισπανίας και τα τουρκικά παράλια εμφανίζουν εδώ και καιρό αυξημένες πληρότητες και η μάχη για τη διεκδίκηση των τουριστικών μεριδίων προβλέπεται να είναι μεγάλη.
Το παραπάνω, σε συνδυασμό με την κατάργηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και η επιβολή από τον Ιανουάριο του τέλους διανυκτέρευσης σε ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια, αποτελούν, όπως εξηγούν στελέχη του χώρου, παράγοντες που ενδεχομένως να επηρεάσουν τη ζήτηση, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ανάλογα με τον προορισμό.