Το Μπαλί της Ινδονησίας, φιλόξενη έδρα του G20, αποτελεί και προνομιακή επιλογή χιλιάδων ψηφιακών νομάδων για εργασία. Μαζί με αυτούς όμως έρχονται και τα προβλήματα. Διαβάστε το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα της DW…
H Ναργκίζ Ισσάγιεβα έχει μόλις επιστρέψει από το μανικιούρ της, αξίας μόνο 15 ευρώ. Κάθεται στον προσωπικό της φορητό υπολογιστή, για να ξεκινήσει την εργασία της. Για μια στιγμή το βλέμμα της ατενίζει τα κύματα στον Ινδικό Ωκεανό. Η 32χρονη διευθύνει μια εταιρεία μάρκετινγκ στο Καζακστάν από μια …ξαπλώστρα στο Μπαλί. Είναι μια από τους 3000 digital nomads ή αλλιώς ψηφιακούς νομάδες του νησιού. «Το Μπαλί είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο», λέει. «Όταν ήρθα εδώ, ένιωσα αμέσως ότι αυτό ήταν το σπίτι μου. Συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Για εμένα ένα πράγμα είναι σίγουρο: το Μπαλί είναι η πρωτεύουσα των digital nomads».
Προκειμένου να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο η μεγαλύτερη οικονομία της νοτιοανατολικής Ασίας, η κυβέρνηση της Ινδονησίας έχει θέσει ως στόχο να προσελκύσει όσο τον δυνατόν πιο εύπορα άτομα από όλο τον κόσμο. Από τα Χριστούγεννα, για παράδειγμα, όποιος έχει λογαριασμό τραπέζης αξίας 130.000 ευρώ, θα μπορεί να λάβει την λεγόμενη «βίζα δεύτερης κατοικίας» μέχρι και για δέκα χρόνια. Όπως αναφέρει ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής μετανάστευσης Γουιντόντο Εκατγιαχάνα, το κίνητρο αυτό έχει ως στόχο να συμβάλει θετικά στην οικονομία της Ινδονησίας, η οποία μαζί με άλλες χώρες, όπως η Κόστα Ρίκα και η Μαλαισία, προσφέρουν ανάλογες ευκαιρίες για να προσελκύσουν τον εύπορο πληθυσμό και ιδιαίτερα τους εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης και τους συνταξιούχους.
Ταυτόχρονα το κόστος ζωής της χώρας είναι πολύ χαμηλό, οι ψηφιακές υποδομές εντυπωσιακές, ενώ και η γραφειοκρατία διευκολύνει τους ψηφιακούς νομάδες. Με μια απλή βίζα επισκέπτη, για την οποία η αίτηση υποβάλλεται διαδικτυακά, μπορεί κανείς να διαμείνει στην χώρα έως και 180 ημέρες και να εργάζεται σε εταιρείες που εδρεύουν εκτός Ινδονησίας, χωρίς να πληρώνει φόρους.
Κάνουν πράξη το «όπου γης και πατρίς»
Αλλά δεν το γνωρίζουν όλοι και αντ’ αυτού αιτούνται τουριστικής βίζας κατά την άφιξη τους, όπως ο Ντανιέλ από το Βέλγιο. «Το νησί είναι φοβερό. Υπάρχει μεγάλη διεθνής κοινότητα, δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για δικτύωση και είναι υπέροχο να είσαι έξω τις νύχτες» λέει ο 25χρονος.
Ο Ντανιέλ ζει στη Μέκκα των ψηφιακών νομάδων, στο Κανγκού, στη νότια ακτή του Μπαλί. Εδώ δεν υπάρχει ούτε ένα εστιατόριο ή καφέ, στο οποίο δεν κάθεται τουλάχιστον ένας θαμώνας με φορητό υπολογιστή. Μετά της πανδημία και τις καταστροφικές συνέπειες που αυτή είχε στον τουρισμό, η ανάπτυξη του δικτύου των digital nomads έχει επιφέρει θετικό πρόσημο στο νησί. Ακόμη και αν κάποιος εργάζεται «παράνομα», μόνο με τουριστική βίζα, στην πραγματικότητα δεν έχει να φοβηθεί και πολλά. Η τοπική υπηρεσία μετανάστευσης παρακολουθεί τους ψηφιακούς νομάδες βασιζόμενη αποκλειστικά σε καταγγελίες.
Ο εκπαιδευτής σερφ Τζέρι, ο οποίος έχει ανοίξει την δική του σχολή σέρφ, είναι πολύ ευχαριστημένος με την χαλαρή αυτή κατάσταση. Όπως λέει, πολλοί ψηφιακοί νομάδες κάνουν μαθήματα σερφ πριν ή μετά την εργασία τους, ανάλογα με τις ώρες που τους βολεύει και τη διαφορά ώρας με την πατρίδα τους.
Παραδεισένιος προορισμός την ημέρα…ατελείωτο πάρτι τα βράδια
Ωστόσο, όλο και περισσότεροι από τους μόνιμους κατοίκους αρχίζουν να ενοχλούνται από όσα συμβαίνουν το βράδυ στο Μπαλί. Το ειδυλλιακό τοπίο αργά την νύχτα μετατρέπεται σε ένα τεράστιο πάρτι, στο οποίο κυριαρχούν η μέθη, η χρήση ναρκωτικών, οι άσεμνες συμπεριφορές, η δημόσια ούρηση. Η οργή των κατοίκων έχει εκφραστεί με μια αναφορά προς την κυβέρνηση, υπογεγραμμένη από 8.000 χιλιάδες κατοίκους, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι στο Κανγκού είναι σχεδόν αδύνατον να ξεκουραστούν ή να κοιμηθούν, οποιαδήποτε μέρα του χρόνου. Κάνουν λόγο για τόσο δυνατό θόρυβο, που τα παράθυρα και οι πόρτες δονούνται, σαν να γίνεται σεισμός, ακόμη και πολύ κοντά σε ιερά βουδιστικά τεμένη.
Η ψηφιακή νομάς Ναργκίζ Ισσάγιεβα καταλαβαίνει την απόγνωση των κατοίκων. «Όποιος επιθυμεί να μετακομίσει στο εξωτερικό, οφείλει να προετοιμαστεί σωστά» δηλώνει η ίδια και συνεχίζει: «Σκεφτείτε καλά, γιατί θα επιλέξετε το Μπαλί. Ενημερωθείτε για την κυβέρνηση, τους ανθρώπους, τον πολιτισμό, αυτό ακριβώς έκανα και αποφάσισα ότι θέλω να το δοκιμάσω», ενώ τονίζει πως είναι απαραίτητο να τηρούνται οι ισορροπίες. Οι ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, οι οποίοι επιθυμούν να κρατήσουν την ανωνυμία τους, φοβούνται πως αν το νησί «βυθιστεί» από ψηφιακούς νομάδες θα εξαφανιστεί η μαγεία του Μπαλί, αν και το 70% της οικονομίας του εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από τον τουρισμό.
Ο καθηγητής Νιόμαν Σούκμα Αρίντα, από το Πανεπιστήμιο Ουνταγιάνα του Μπαλί, σημειώνει πως λόγω του COVID-19 θα έπρεπε η οικονομία του νησιού να διαφοροποιηθεί και να βασίζεται σε τρείς οικονομικούς πυλώνες: στον τουρισμό, τη γεωργία και σε μικρές βιομηχανικές επιχειρήσεις, ώστε αν υπάρξει αντίστοιχη καταστροφή, όπως στην περίπτωση της πανδημίας, να μην καταρρεύσει ο τουριστικός κλάδος.
Αυτή τη στιγμή πάντως, όλοι χαίρονται που το Μπαλί ανακάμπτει από τις συνέπειες του κορονοϊού, ενώ ο τοπικός τουριστικός σύνδεσμος αναμένει πως μέχρι το 2025 θα επισκεφθούν έξι εκατομμύρια άνθρωποι το νησί. «Λατρεύω τις διαφορετικές προοπτικές και δυνατότητες που προσφέρει το Μπαλί», υπογραμμίζει η Ισσάγιεβα, κλείνοντας τον υπολογιστή της. Τα μαθήματα γιόγκα την περιμένουν.