Ακριβότερα θα πρέπει να πληρώσει ο τουρίστας την διαμονή του στην Μύκονο από ότι στον εξίσου δημοφιλή προορισμό της Ίμπιζα σύμφωνα με τα στοιχεία του τελευταίου στατιστικού δελτίου του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ). Όπως φαίνεται το δημοφιλές ελληνικό νησί αποτελεί την πιο ακριβή επιλογή διακοπών σε σχέση με ανταγωνιστικούς «premium» προορισμούς παρουσιάζοντας την υψηλότερη τιμή κράτησης στα ξενοδοχεία πέντε αστέρων ενώ μαζί με την Σαντορίνη έχει καταφέρει να καθιερωθεί διεθνώς ως προορισμός υψηλής δαπάνης αντλώντας την πελατεία του από τις υψηλότερες εισοδηματικές τάξεις διεθνώς.
Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ η μέση τιμή κράτησης σε πεντάστερο στην Μύκονο διαμορφώθηκε στα 705 ευρώ τον Ιούλιο του 2018, παρουσιάζοντας εντούτοις πτώση σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους όπου η τιμή διαμορφώθηκε στα 724 ευρώ. Αντιστοίχως η μέση τιμή κράτησης στην εξίσου δημοφιλή Ίμπιζα ανέρχεται στα 618 ευρώ (έναντι 641 ευρώ τον Ιούλιο του 2017), ενώ στη Σαρδηνία η τιμή ανήλθε στα 612 ευρώ. Σε πολύ καλά επίπεδα διαμορφώνονται και οι τιμές στην Σαντορίνη η οποία αποτέλεσε και τον μοναδικό προορισμό που κατέγραψε αύξηση τιμών τον Ιούλιο, από 586 ευρώ το 2017 σε 589 ευρώ.
Το μήνα που πέρασε, η Μύκονος είχε υψηλότερη τιμή σε όλες τις κατηγορίες, με εξαίρεση τα ξενοδοχεία τεσσάρων αστέρων (2η υψηλότερη), ενώ η Σαντορίνη εμφανίζει την υψηλότερη τιμή στα τετράστερα ξενοδοχεία (παρουσιάζοντας όμως μείωση σε σχέση με το 2017). Στην κατηγορία 4 αστέρων η τιμή κράτησης για Σαντορίνη ανήλθε στα 392 ευρώ από τα 403 τον Ιούλιο του 2017, στην Μύκονο στα 357 ευρώ (αμετάβλητη) και στην Ίμπιζα στα 305 ευρώ έναντι 323 ευρώ το 2017.
Παρόμοια είναι η εικόνα και για την πλειονότητα των δημοφιλών ελληνικών προορισμών. Την υψηλότερη τιμή κράτησης στα ξενοδοχεία 5 αστέρων στην Ελλάδα κατέχουν οι Κυκλάδες με 600 ευρώ και ακολουθεί η Χαλκιδική με 474 ευρώ και η Κρήτη με 373 ευρώ. Από τους ανταγωνιστικούς προορισμούς, οι τιμές στη Μαγιόρκα ανήλθαν στα 391 ευρώ. Στην αντιπέρα όχθη τις πιο χαμηλές τιμές κατέγραψε η γειτονική Τουρκία η οποία χάρη στην υποτίμηση της λίρας βιώνει την δική της τουριστική άνθηση. Συγκεκριμένα η μέση τιμή στην Αλικαρνασσό να φτάνει τα 269 ευρώ και στην Αττάλεια τα 196 ευρώ.
Αύξηση τιμών ξενοδοχείων σε Αθήνα και Κωνσταντινούπολη
Όσον αφορά στις πρωτεύουσες των τουριστικών προορισμών της Ευρώπης, Αθήνα και Κωνσταντινούπολη ήταν οι πόλεις που παρουσίασαν αύξηση τιμών σε όλες τις κατηγορείς ξενοδοχείων, εν αντιθέση με τη Ρώμη και την Βαρκελώνη που οι τιμές των ξενοδοχείων κινήθηκαν πτωτικά με διαφορετικό ποσοστό σε κάθε κατηγορία. Παρά τα παραπάνω βέβαια η Βαρκελώνη εξακολουθεί να παρουσιάζει την υψηλότερη τιμή κράτησες σε πεντάστερα ξενοδοχεία (353 ευρώ) ενώ η Ρώμη ακολουθεί με 314 ευρώ. Στην περίπτωση της χώρας μας η Αθήνα παρουσιάζει μέση τιμή στα 223 ευρώ έναντι 210 το 2017 ενώ στην Κωνσταντινούπολη φτάνει μόλις στα 153 ευρώ, γεγονός που έχει στρέψει τους τουριστες προς την γειτονική χώρα. Όσο για την κατηγορία των τεσσάρων αστέρων η τιμή κράτησης για την Αθήνα διαμορφώθηκε στα 126 ευρώ έναντι 117 ευρώ το 2017.
Σημειώνεται ότι ο Ιούλιος ήταν θετικός και στις αφίξεις από το εξωτερικό. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από τα κυριότερα αεροδρόμια της χώρας, όπως δείχνει η μέλέτη του Ινστιτούτου, οι αφίξεις που κατεγράφησαν τον Ιούλιο ήταν αυξημένες κατά 9,8% (+341 χιλ.) σε σχέση με τον Ιούλιο του 2017. Η αύξηση αυτή οφείλεται τόσο στο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών (+18,1%/+122 χιλ.) όσο και στα περιφερειακά αεροδρόμια (+7,8%/+219 χιλ. επιβάτες). Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση σημειώθηκε στο αεροδρόμιο της Μυτιλήνης (+28,8%/+3 χιλ.).
Παρά βέβαια τις ανοδικές τάσεις στις τιμές των ελληνικών ξενοδοχείων καταγράφηκε αύξηση των αφίξεων κατά 9,8% στα κυριότερα αεροδρόμια της χώρας (+15,1% από την αρχή του έτους). Αύξηση παρατηρήθηκε τόσο στην Αθήνα (+18,1%) όσο και στα περιφερειακά αεροδρόμια (+7,8%), ενώ από την αρχή του έτους οι αντίστοιχες αυξήσεις είναι +21,8% και + 12,8% αντίστοιχα.
Την υψηλότερη φορολογία έχουν τα ελληνικά ξενοδοχεία
Το παραπάνω επιβεβαιώνει το γεγονός πως οι περισσότεροι ελληνικοί προορισμοί, με εξαίρεση την Μύκονο και την Σαντορίνη, κινούνται σε ανταγωνιστικά επίπεδα παρά τις υψηλότατες φορολογικές επιβαρύνσεις που υφίσταται το ελληνικό ξενοδοχειακό προϊόν αν συγκριθεί με αυτό των βασικών ανταγωνιστών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ όπου αποτυπώθηκε και αξιολογήθηκε το φορολογικό πλαίσιο που διέπει τις τουριστικές επιχειρήσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς (Κύπρος, Τουρκία, Κροατία, Ισπανία, Ιταλία) η ξενοδοχειακή επιχείρηση στην Ελλάδα εισπράττει σχεδόν 10% λιγότερα από την αντίστοιχη Κυπριακή, ενώ στους άλλους ανταγωνιστικούς προορισμούς η διαφορά κυμαίνεται από 1,4% έως 5,5%. Οι διαφορές στις net τιμές που εισπράττουν τα ξενοδοχεία οφείλονται στους διαφορετικούς συντελεστές ΦΠΑ, τελών διανυκτέρευσης και παρεπιδημούντων που επιβάλλει η κάθε χώρα και ενσωματώνονται στις τελικές τιμές των πακέτων. Για παράδειγμα από τα € 100 που θα καταβάλλει ο πελάτης για μια διανυκτέρευση, το ξενοδοχείο εισπράττει καθαρά (μετά από φόρους) τα ακόλουθα ποσά: Ελλάδα 83,4 ευρώ, Κύπρος 91,7 ευρώ,Κορατία 86,7 ευρώ, Ιταλία 87,3 ευρώ, Ισπανία 90 ευρώ και Τουρκία 90,5 ευρώ.
Οι 3 κυριότερες αγορές της Ελλάδας ήταν η Ιταλία, η Βρετανία και η Γερμανία ενώ οι κυριότεροι προορισμοί ήταν η Αθήνα, η Μύκονος και η Σαντορίνη. Για την ελληνική αγορά, πολύ δημοφιλείς προορισμοί ήταν η Αθήνα, η Σκιάθος, η Ίος, η Πάρος και τα Χανιά.